- πέρκωμα
- πέρκωμαdusky spot on the faceneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πέρκωμα — το, Α σκουρόχρωμη κηλίδα στο πρόσωπο, η περκνάδα, η φακίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περκοῦμαι, που μαρτυρείται στο σύνθ. ἀπο περκόομαι / οῦμαι) … Dictionary of Greek
περκώματα — πέρκωμα dusky spot on the face neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԽԱՅԾՈՒԱԾ — (ոյ.) NBH 1 0918 Chronological Sequence: 12c գ. πέρκωμα varietas coloris in uvis, etc. Խայծիլն խաղողոյ. *Աւուրք գարնանոյ էին՝ աւուրքն խայծուածոյ խաղողոյ. թուոց. ՟Ժ՟Գ. 21. յն. πρόδρομος , վաղահաս, կամ նախընթաց: Որպէս եւ Վստկ. ՟Մ՟Ղ՟Զ. Խայծած կամ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)